- Τριβούνους
- Τριβού̱νους , Τριβοῦνοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύλαρχος — (3ος αι. π.Χ.)Έλληνας μυθογράφος και ιστορικός από τη Ναυκράτιδα της Αιγύπτου. Έζησε στην Αθήνα τον 3o αι. π.Χ. Έγραψε τα μυθολογικά συγγράμματα Επιτομή μυθική, Περί ευρημάτων, Περί της Διός επιφανείας και ένα ιστορικό έργο σε 28 βιβλία με τον… … Dictionary of Greek
Φήστος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ρωμαίος κόμης, που πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160) μαζί με τους κόμητες και τριβούνους Δίδυμο, Θεοδωρίσκο, Θεόδωρο, Μαρκελλίνο, Μάρκελλο, Μελέτιο, Μερκούριο, Σέργιο, Φαύστο, Φήλικα… … Dictionary of Greek